Αρχαιολογικοί Χώροι

Επαρχία Σητείας, Αρχαιολογικοί Χώροι

Η Επαρχία Σητείας είναι μια από τις αρχαιοβριθέστερες αναλογικά περιοχές της Ελλάδας και ολόκληρου του κόσμου, διαθέτοντας αρχαιολογικούς χώρους όπως: Μινωικό Ανάκτορο της Zάκρου, Μινωική πόλη του Παλαικάστρου, Μινωικοί οικισμοί-Ναυτικά κέντρα του Mόχλου και της Ψείρας, Μινωικό Νεκροταφείο Αγιάς Φωτιάς, Μινωικό ανάκτορο και οικισμός του Πετρά, Μινωικά Μέγαρα-επαύλεις στη Σητεία, τη Ζού, την Πάνω Ζάκρο, τα Αχλάδια, τον Αγιο Γεώργιο, το Μακρύ Γιαλό, ελλειψοειδής οικία Χαμεζίου, Eτεοκρητική Πραισός, Δωρική Ίτανος, Ελληνιστικοί οικισμοί Τρυπητού και Ξερόκαμπου, Ρωμαϊκή Λεύκη (Kουφονήσι), Mεσαιωνικός οικισμός της Bόϊλας, Ενετική Έπαυλη και παραδοσιακός οικισμός της Ετιάς, Φρούρια Kαζάρμα της Σητείας, Λιόπετρο, Μόντε Φόρτε κ.α. μονές Tοπλού, Kαψά και Φανερωμένης, Βυζαντινές Εκκλησίες, τοιχογραφίες και εικόνες, ιστορικοί χώροι, αλλά και λαϊκή αρχιτεκτονική, παραδοσιακές κρήνες νεοκλασικά σπίτια νερόμυλοι, ανεμόμυλοι και αγροτικά κτίσματα αποτελούν μνημεία της τοπικής, της εθνικής ή και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς

Το εξαιρετικά πλούσιο και λαμπρό παρελθόν της περιοχής πιστοποιούν οι πολλές και μεγάλες αρχαιολογικές ανασκαφές και ιστορικές έρευνες που έγιναν και γίνονται από Έλληνες και ξένους τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια στο χώρο της Επαρχίας Σητείας και το τονίζει με χαρακτηριστικό τρόπο η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη. Εγκαινιάζοντας, ως υπουργός Πολιτισμού, το 1984, το αρχαιολογικό μουσείο Σητείας, είπε. «Η Σητεία είναι ένας από τους πιο προνομιούχους τόπους. Όχι μόνο σε φυσική ομορφιά, αλλά και σε ιστορικό φορτίο. Ελάχιστα άλλα μέρη της Ελληνικής γης κρατούν στα σπλάχνα τους τόσα και τέτοια σημάδια ενός λαμπρού παρελθόντος. Ογδόντα (80) αρχαιολογικοί χώροι έχουν ερευνηθεί στην περιοχή και περισσότεροι από άλλους εκατό (100) έχουν εντοπιστεί και περιμένουν την αρχαιολογική σκαπάνη, για να αυξήσουν τον πλούτο και την περηφάνια σας».

Το Ανάκτορο και ο Μινωικός Οικισμός της Κάτω Ζάκρου

Η πρώτη ανασκαφική έρευνα στην Κάτω Ζάκρο έγινε από τον Βρετανό D. Hogarth, το 1901. Τότε, ήρθαν στο φως αποσπασματικά λείψανα μιας μινωικής εγκατάστασης με τα χαρακτηριστικά ανθηρού οικισμού. Το σημαντικότερο ίσως από τα ευρήματα του Hogarth ήταν ένα σύνολο τριακοσίων περίπου σφραγισμάτων σε πηλό, που μαρτυρούσε την ύπαρξη κάποιου γραφειοκρατικού συστήματος ελέγχου της αλληλογραφίας ή ενός αριθμού εμπορικών συναλλαγών. Μερικά από τα σφραγίσματα αυτά, φανερά, είχαν γίνει από κνωσιακά σφραγιστικά δακτυλίδια, γεγονός που επιβεβαίωνε τη στενή σχέση Κνωσού και Ζάκρου, τουλάχιστον κατά το 15ο αιώνα π. Χ.

Το 1962, ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης Ν. Πλάτων, ξεκίνησε νέα ανασκαφική διερεύνηση στην κοιλάδα της Κάτω Ζάκρου. Ο Έλληνας αρχαιολόγος είχε την πεποίθηση ότι η θέση “έκρυβε” κάτι σημαντικότερο από ένα “λιμενικό οικισμό”, αφού έμοιαζε να αποτελεί το κέντρο μιας πολιτισμικής ενότητας, την ακτινοβολία της οποίας ανεγνώριζε, κυρίως, στα προϊόντα της κεραμικής από την ευρύτερη περιοχή. Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν πραγματικά εντυπωσιακά. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα μινωικό ανάκτορο -το μόνο που είχε παραμείνει ασύλητο από την Αρχαιότητα ως τις μέρες μας- και, γύρω από αυτό, έναν πυκνοδομημένο οικισμό, απλωμένο κυρίως στις πλαγιές των δύο λόφων που δεσπόζουν της μικρής κοιλάδας. Σημαντικά ευρήματα ήρθαν στο φως και κατά τη διερεύνηση μινωικών τάφων, οι οποίοι κατά ένα μεγάλο μέρος τους “φιλοξενήθηκαν” μέσα σε φυσικά σπήλαια, στο φαράγγι της Ζάκρου -που μετά από αυτό μετονομάσθηκε σε “Φαράγγι των Νεκρών”- αλλά και σε άλλες θέσεις, όπως το “Μαύρο Αυλάκι”, νοτιοανατολικά του κόλπου και τη “Σπηλιάρα”, στη βόρεια πλαγιά της κοιλάδας.

Το ανάκτορο της Ζάκρου -στη μορφή που βλέπουμε σήμερα- οικοδομήθηκε κατά τον 16ο αιώνα π. Χ. Είναι πιθανό ότι αντικατέστησε ένα προγενέστερο δημόσιο κτήριο λείψανα του οποίου σώθηκαν κάτω από την Ανατολική Πτέρυγά του. Μόνο στο σημείο αυτό έγινε δυνατή η έρευνα σε βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα, αφού εδώ η αγροκαλλιέργεια κατά τον 20ο αιώνα -και πριν την έναρξη της ανασκαφής- είχε ολοσχερώς εξαφανίσει το αντίστοιχο τμήμα του τελευταίου ανακτόρου. Ως προς τη γενική αρχιτεκτονική του διάρθρωση, το ανάκτορο της Ζάκρου παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με το κατά πολύ μεγαλύτερό του ανάκτορο της Κνωσού. Και στη Ζάκρο, όπως και στην Κνωσό, η Δυτική Πτέρυγα (το τμήμα του οικοδομήματος δυτικά της ορθογώνιας Κεντρικής Αυλής) στέγασε τα διαμερίσματα του ιερού: το κυρίως ιερό, σε άμεση γειτνίαση με έναν τύπο τελετουργικού δωματίου που ο Α. Evans ονόμασε “Δεξαμενή Καθαρμών” (“Lustral Basin”), τα θησαυροφυλάκια των τελετουργικών σκευών και τις μεγαλόπρεπες αίθουσες των τελετουργιών και συμποσίων, που στην περίπτωση της Ζάκρου διευθετήθηκαν στο ισόγειο. Η ένταξη των κύριων χώρων αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων, του ανακτορικού αρχειοφυλακείου, αλλά και ορισμένων χώρων επεξεργασίας πολύτιμων υλικών, στο συγκρότημα της Δυτικής Πτέρυγας ενισχύει την άποψη ότι η οικονομική διαχείριση του μινωικού κράτους ήταν στα χέρια ενός πανίσχυρου Ιερατείου.

Η Ανατολική Πτέρυγα, όπως και στην Κνωσό, φαίνεται ότι φιλοξένησε, κυρίως, τα “διαμερίσματα διαμονής”.

Οι δύο άλλες πτέρυγες φαίνεται ότι ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Η Νότια, πιθανότατα, στέγασε κάποια από τα ανακτορικά εργαστήρια, αφού σε μερικά από τα διαμερίσματά της βρέθηκαν πολύτιμα, ανεπεξέργαστα και μισοεπεξεργασμένα, υλικά (όπως φλεβωτά μάρμαρα, ορεία κρύσταλλος, ελεφαντόδοντο και φαγεντιανή). Στη Βόρεια Πτέρυγα είχε ενταχθεί αρχιτεκτονικά μία ακόμα “Δεξαμενή Καθαρμών”, που η λειτουργία της, πιθανότατα, συνδεόταν με την είσοδο των επισκεπτών στο ανάκτορο από την παρακείμενη βαθμιδωτή κεντρική του είσοδο. Η τελευταία αποτελούσε την απόληξη μιας κεντρικής οδικής αρτηρίας (“Οδού Λιμένος”), που φανερά “ερχόταν” από το μινωικό λιμάνι. Οι στενές σχέσεις και αναλογίες Ζάκρου και Κνωσού υποβάλλουν την πιθανότητα η δεύτερη να αποτέλεσε τη μητρόπολη της πρώτης, τουλάχιστον κατά τη νεοανακτορική περίοδο.

Τα περισσότερα από τα κτήρια που αποτελούν το μινωικό οικισμό φαίνεται να είναι σύγχρονα με το τελευταίο ανάκτορο. Πολλά από αυτά έχουν δανεισθεί ανακτορικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, όπως το πολύθυρο, το φωταγωγό και τους πρόστυλους χώρους. Σχεδόν όλα ήταν διώροφα, με ένα ή δύο κλιμακοστάσια να συνδέουν τα διαμερίσματα των δύο ορόφων. Η μελέτη της κεραμικής έδειξε ότι το ανάκτορο και ο οικισμός της Ζάκρου καταστράφηκαν ολοσχερώς γύρω στο 1450 π. Χ. Η καταστροφή πρέπει να ήταν γεωλογικής φύσης (σεισμοί ή -κατά τον ανασκαφέα- αποτέλεσμα της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας), αφού μετά από αυτήν η θέση εγκαταλείπεται για αρκετό χρόνο και το ανάκτορο δεν ξανακτίζεται ποτέ. Τμήματα του οικισμού επανακατοικήθηκαν αργότερα για ένα διάστημα (1400 -1300 π. χ.), η θέση όμως δεν μπόρεσε να αποκτήσει ποτέ πια την παλαιά της λάμψη.

Μινωική Έπαυλη της Επάνω Ζάκρου

Η μινωική έπαυλη της Επάνω Ζάκρου ερευνήθηκε από τον Ν. Πλάτωνα, με τη βοήθεια των τότε συνεργατών του Γιάννη και Έφη Σακελλαράκη, κατά τα έτη 1965 και 1966.

Τα διαμερίσματα του ισογείου του κτηρίου περιελάμβαναν, κυρίως, χώρους παραγωγής και αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων. Ένα από τα δωμάτια του κατώτερου στέγασε μια από τις πληρέστερες εγκαταστάσεις μινωικού σταφυλοπιεστηρίου, με δύο κάδους σύνθλιψης, μεγάλο βυθισμένο στο έδαφος συλλεκτήρα και βοηθητικά αγγεία περισυλλογής. Δίπλα, ήρθε στο φως ευρύχωρη αποθήκη με κεντρικό πεσσό, μέσα στην οποία βρέθηκαν, στη θέση τους, έξι μεγάλα πιθάρια. Το ένα από αυτά έφερε στον ώμο δίστιχη επιγραφή στη Γραμμική Α γραφή, που ξεκινούσε με το ιδεόγραμμα του κρασιού.

Αρχαιολογικος χωρος Πετρά

Σε χαμηλό λόφο (ύψους 40μ.) αναπτύχθηκε οργανωμένος παράλιος οικισμός των Πετράς (Σητεία)μινωικών χρόνων, κάτι που επέβαλε η γεωγραφική διαμόρφωση της περιοχής καθώς και το μεγάλο λιμάνι. Ο οικισμός υπήρξε το κέντρο μιας περιοχής που ξεκινά από το Χαμαίζι δυτικά και φθάνει στην Πραισό νότια και στον Ανάλουκα ανατολικά. Πάντως, αν και υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης κατά τα τελευταία νεολιθικά χρόνια (3500 π.Χ.), ο οικισμός απαντά στους Πρωτομινωικούς ΙΙ χρόνους (2600-2300 π.Χ.) και η ύπαρξή του είναι συνεχής μέχρι το 1450 π.Χ., οπότε καταστράφηκε, όπως και τα άλλα μινωικά κέντρα, με μικρή ανακατάληψη κατά την Υστερομινωική ΙΙΙ εποχή (1400-1300 π.Χ.). Ο οικισμός ήκμασε κατά την Παλαιοανακτορική εποχή (2000-1650 π.Χ.), κατά την οποία μάλιστα οικοδομήθηκε κεντρικό κτήριο ανακτορικού χαρακτήρα στην κορυφή του λόφου, η μεγάλη ακμή του όμως τοποθετείται κατά τους νεοανακτορικούς χρόνους (2000-1450 π.Χ.) με μια νέα οικοδομική φάση με πολλές τροποποιήσεις. Κατά τον 12ο-13ο αιώνα μ.Χ. στην κορυφή του λόφου υπήρχε νεκροταφείο από το οποίο έχουν ήδη ανασκαφεί 32 τάφοι.

Tο 1900, ο αρχαιολόγος R.C. Bοsanquet διεξήγαγε σύντομη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή, όπου ήταν ορατά ίχνη τοίχων. Το 1985 ξεκίνησε συστηματική ανασκαφή που συνεχίζεται έως σήμερα από την Μ.Τσιποπούλου.

Η πόλη περιέβαλε κεντρικό κτήριο και καταλάμβανε ολόκληρο το λόφο. Στους πρόποδες αποκαλύφθηκε κυκλώπειο τείχος με τρεις πύργους (5Χ5μ). Από πλακόστρωτους δρόμους, ένας από τους οποίους οδηγούσε στο κεντρικό κτήριο, είχαν πρόσβαση τα μεγάλα διόροφα σπίτια, τα οποία ήταν κτισμένα πάνω σε άνδηρα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Στο ισόγειο υπήρχαν αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι, ενώ στον όροφο ήταν η κυρίως κατοίκηση.

Δύο σπίτια που έχουν ολοκληρωτικά ανασκαφεί χρονολογούνται στη Νεοανακτορική εποχή (1600-1450 π.Χ.). Το ένα εγκαταλείφθηκε κατά την Υστερομινωική Ια περίοδο (1500 π.Χ.) και το άλλο καταστράφηκε από πυρκαγιά λίγο αργότερα (1450 π.Χ.).

Τρυπητός

Η θέση της ελληνιστικής Σητείας καθώς αποκαλύπτεται από τις τελευταίες ανασκαφές βρίσκονταν πιθανότατα στην περιοχή του Tρυπητού. Έτσι ονομάζεται η μικρή χερσόνησος σε απόσταση 3χλμ. ανατολικά της Σητείας.

Πιθανώς, οφείλει το όνομά της σε απλό επίμηκες όρυγμα στη βραχώδη Ν.Α. πλευρά της μήκους 30μ., πλάτους 5.50 μ.και ύψους 5μ. με δάπεδο που έχει κλίση προς τη θάλασσα . Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους πρόκειται για νεώσοικο δηλαδή χώρο ανέλκυσης, προστασίας και επισκευής των πλοίων (σαν το σημερινό καρνάγιο) . Είναι ο μόνος βεβαιωμένος στην Κρήτη και χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο.

Στον ίδιο χώρο, σε πρόσφατες ανασκαφές, ήλθε στο φώς μια ελληνιστική πόλη με τμήματα των συνοικιών της και ισχυρό αμυντικό τείχος στη νότια πλευρά. Βρέθηκαν πλήθος από αγγεία, νομίσματα, κοσμήματα και μολύβδινα σταθμία.

Πραισός

Την περιοχή, που περιλαμβάνεται μέσα στους δυο βραχίονες, Καλαμαύκι και Παντελή, του σημερινού ποταμού Στόμιου (του αρχαίου Διδύμου), καταλάμβανε η αρχαία μεγαλούπολη των Ετεοκρητών Πραισός, η οποία ήταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Ανατολικής Κρήτης.

Ήταν κτισμένη πάνω σε τρεις λόφους και περιβάλλονταν από δυνατό τείχος, που υπολείμματα του σώζονται σε ορισμένα σημεία και μάλιστα ΒΑ του μεγάλου λόφου, όπου ήταν η έδρα των Αρχών της πόλης. Το τείχος άφηνε έξω τον τρίτο γήλοφο Βωμό-Ιερό όπως και το Ιερό Σπήλαιο στη θέση Σκάλες.

Ύστερα από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Δωριείς το 12ο αιώνα π.Χ. οι Ετεόκρητες, δηλαδή οι γνήσιοι Κρήτες αποσύρθηκαν προς τα ανατολικά του νησιού, όπου περισώσαν το γνήσιο μινωικό χαρακτήρα τους, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τη λατρεία του Δικταίου Δία.

Η Πραισός βρισκόταν στο κέντρο της χερσονήσου Σητείας και είχε λιμάνια στο Βόρειο πέλαγος, το Κρητικό, την Ητεία (Σητεία) και στο Ν, το Λιβυκό, τις Στήλες, όπως φαίνεται σε ψήφισμα των Πραισίων, κατά τους Μακεδονικούς χρόνους, που αφορά την αλιεία και το εμπόριο του πορφυρογενούς κογχυλίου και τη μίσθωση γι’ αυτό του ναυτικού των Στηλιτών.

Οι Ιεραπύτνιοι, που ήταν δωρικής καταγωγής, ύστερα από πολυχρόνιο πόλεμο, νίκησαν τους Ετεόκρητες της Πραισού, και κατάστρεψαν την πόλη τους.

Το μέρος φαίνεται να κατοικούνταν από τη Νεολιθική εποχή. Στο σπήλαιο που βρίσκεται στη θέση Σκάλες, στη συμβολή των χειμάρρων Καλαμαύκι και Παντελή, βρέθηκε νεολιθική και καμαραϊκή κεραμική.

Το 1884 ο Federico Halbherr ανακάλυψε στην Πραισό την πρώτη ετεοκρητική επιγραφή και βρήκε μεγάλο αριθμό πήλινων ειδωλίων Από τις ανασκαφές που έκανε η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή αποδείχτηκε ότι η Πραισός ήταν πόλη των ιστορικών – ελληνικών χρόνων.

Η αρχαιότερη ετεοκρητική Πραισός, η μνημονευόμενη από το Στράβωνα υπήρξε όχι μακριά από τα σημερινά ερείπια, η οποία καταστράφηκε και οι τελευταίοι απόγονοι των Ετεοκρητών έκτισαν, μαζί με τους Δωριείς αποίκους, μετά το 12ο αιώνα π.Χ., τη νέα πόλη στη γνωστή σημερινή θέση των ερειπίων. Η περιοχή του “κράτους” της Πραισού καταλάμβανε ολόκληρη τη σημερινή χερσόνησο της Σητείας, που λεγόταν τότε ετεοκρητική χερσόνησος, ή χερσόνησος των Πραισίων, εκτός της χώρας Ιτάνου.

Το πολίτευμα της ελληνικής – γεωμετρικής Πραισού ήταν δημοκρατικό, με όργανα τους κόσμους, τη γερουσία και την εκκλησία του Δήμου. Σαν αυτόνομη πόλη έκοψε νομίσματα από τα οποία είναι γνωστά πολλά είδη Στα περισσότερα παριστάνονται ο Ηρακλής, ο Ζευς, ο Απόλλωνας και η Δήμητρα με τη λέξη ΠΡΑΙΣΙΩΝ.

Πάνω στο λόφο της Πραισού ανασκάφηκε το 1935 τάφος, στον οποίον είχε ταφεί Πραίσιος αθλητής, μαζί με τα έπαθλα του, που τα πιο χαρακτηριστικά ήταν δυο ζωγραφισμένοι αθηναϊκοί αμφορείς του 560 – 500 π.Χ. Ο αθλητής φαίνεται να έλαβε μέρος και να ενίκησε στους παναθηναϊκούς αγώνες.

Στην Πραισό έχουν αφήσει τα ίχνη τους όλοι οι αιώνες. Εδώ αντιπροσωπεύονται η νεολιθική εποχή, η μυκηναϊκή, η γεωμετρική, η ελληνιστική, η βενετσάνικη. Ακόμη και οι Τούρκοι άφησαν δυο κρήνες στους Βαβέλους.

Ελλειψοειδής Οικία Χαμαιζίου

Στη θέση «Σουβλωτό Μουρί» το 1903, οι ανασκαφές που έγιναν από τον Στ. Ξανθουδίδη έφεραν στο φως ένα κτίριο μινωικής εποχής. Το μοναδικό για την εποχή ελλειπτικό του σχήμα και η χρήση του προβλημάτισαν για πολλά χρόνια τους αρχαιολόγους. Το 1971 μια νεώτερη έρευνα από τον καθ. Κ. Δαβάρα αποκάλυψε νέα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πρόκειται για οικία, την μοναδική των μινωικών χρόνων με αυτό το σχήμα και χρονολογείται στα 2200-2000 π.Χ. ενώ εντοπίστηκαν λείψανα αρχαιότερων οικιών.

Κατά την διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν εξωτερικά της οικίας χάλκινα αντικείμενα ενώ στα δωμάτια εντοπίστηκαν αγγεία και μερικά ειδώλια τα οποία φυλάσσονται στα Μουσεία Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου.

Τάφος και Επαυλη Αχλαδιών

Τάφος Αχλαδιών

Στην περιοχή των Αχλαδιών έχουν γίνει συστηματικές ανασκαφές σε δυο τοποθεσίες όπου σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει δυο θαυμάσια δείγματα του μινωικού πολιτισμού, τον μοναδικό θολωτό τάφο της Ανατολικής Κρήτης και τα ερείπια μιας αγροτικής έπαυλης.

Στη θέση «Πλατύσκινος» έχει ανασκαφεί ένας υπόγειος θολωτός τάφος με διάδρομο, μοναδικός στην Ανατολική Κρήτη για την εποχή του Χαλκού και εξαιρετικά σπάνιος σε όλο το νησί. Χρονολογείται την περίοδο 1400-1220π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε για περισσότερο από έναν αιώνα.

Ένας μνημειώδης κτιστός δρόμος μήκους 9μ. οδηγεί στην είσοδο του τάφου. Ο θάλαμος είναι κυκλικός με διάμετρο 4,08μ. και ύψος 4,16μ. Ο θόλος είναι κτισμένος με μεγάλους ογκόλιθους εκφορικά και έχει σχήμα σχεδόν κωνικό. Ακριβώς απέναντι από την κύρια είσοδο του τάφου υπάρχει μια δεύτερη μικρότερη είσοδος, η οποία ερμηνεύτηκε ως άνοιγμα για την συμβολική επικοινωνία του νεκρού με τον άλλο κόσμο, ίσως όμως να αποτελούσε την είσοδο ενός πλευρικού θαλάμου, η κατασκευή του οποίου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τόσο τα υπέρθυρα όσο και τα κατώφλια των δυο εισόδων είναι μονολιθικά. Οι κοιλότητες γύρω από την κύρια είσοδο και το υπέρθυρό της θεωρείται ότι χρησίμευαν στη στήριξη ξύλινης θύρας η οποία έκλεινε την είσοδο του τάφου. Λόγω της ομοιότητας του με τους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους της Ηπειρωτικής Ελλάδος θεωρείται από ορισμένους μελετητές ως απόδειξη ότι η τεχνική της κατασκευής των θολωτών τάφων της ΥΜ ΙΙΙ εποχής έχει εισαχθεί στην Κρήτη από Μυκηναίους τεχνίτες της κυρίως Ελλάδος.

Επαυλη Αχλαδιών

Στη θέση «Ρίζα», το 1952, ο Ν. Πλάτων επιχείρησε μια μικρή δοκιμαστική ανασκαφή όπου ήδη ήταν ορατός ένας ισχυρός αρχαίος τοίχος. Κατά την ανασκαφή εμφανίστηκαν οι εξωτερικοί τοίχοι μιας οικίας, οι οποίοι ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλους πελεκητούς λίθους.

Το 1959 ο ίδιος συνέχισε την ανασκαφή και αποκάλυψε ολοκληρωτικά το κτίσμα που όπως αποδείχτηκε, επρόκειτο για μια σημαντικότατη αγροτική έπαυλη της μινωικής εποχής. Χρονολογείται στα 1600-1550 π.Χ., είχε ζωή περίπου μισό αιώνα και καταστράφηκε πιθανότατα από σεισμό.

Το κτίσμα καταλαμβάνει έκταση 270 τ.μ. και αποτελείται από 12 διαμερίσματα. Η κύρια είσοδος, με μονολιθικό κατώφλι και βαθμίδα, ήταν στα ανατολικά ενώ μια δευτερεύουσα είσοδος υπήρχε στα δυτικά. Η αίθουσα υποδοχής στα αριστερά του πλακόστρωτου προθάλαμου είχε διπλή είσοδο, πολύθυρο για την επικοινωνία με μικρότερο διαμέρισμα που διέθετε κτιστό θρανίο, και τρεις κίονες για την υποστήριξη της οροφής. ʼλλη πιθανή αίθουσα υποδοχής υπήρχε στα δεξιά του προθάλαμου. Η έπαυλη είχε επίσης μαγειρείο, αποθηκευτικούς και άλλους βοηθητικούς χώρους. Εξωτερικά της οικίας λοξοί τοίχοι σχημάτιζαν πρόχειρους περιβόλους που ίσως χρησιμοποιήθηκαν για τον σταβλισμό ζώων.

Μινωική Πόλη Παλαικάστρου (Ρουσόλακος)

Πληροφορίες: κα Βενιαμάκη Ανθούλα – 6942 407209

Στην παραλία του Παλαικάστρου στη θέση Ρουσολάκκος αποκαλύφθηκε μεγάλη και σπουδαία πόλη των Μινωικών χρόνων. Άκμασε την υστερομινωική εποχή αλλά βρέθηκαν και ερείπια της πρωτομινωικής και Μεσομινωικής εποχής, ιδίως τάφους με μεγάλες ποσότητες οστών σε θαυμάσια διατήρηση. Ανθρωπολόγοι που τα μελέτησαν κατέληξαν σε σημαντικά συμπεράσματα για τη σωματική δομή των μινωιτών που είχαν ανάστημα 1.60 οι άνδρες και 1.50 οι γυναίκες κατά μέσο όρο. ‘Ένας κεντρικός δρόμος που διασταυρώνεται με 4 κάθετους χωρίζει τη πόλη σε 9 συνοικίες στις οποίες κατά μια εκδοχή κατοικούσαν ισάριθμα γένη. Τα σπίτια που βλέπουν στον κεντρικό δρόμο είχαν επιβλητικές προσόψεις, ενώ ένα άρτιο αποχετευτικό σύστημα διακλαδίζεται σε όλες τις συνοικίες. Στη συνοικία Β μεταξύ άλλων υπήρχε δωμάτιο – μέγαρο με 4 σειρές κιόνων και μαγειρείο, δεξαμενή καθαρμού, πηγάδι, οικιακό ιερό, λουτρό και αποθήκη λαδιού ενώ σε άλλους χώρους υπήρχε ελαιοτριβείο και ελαιαποθήκη. Βρέθηκαν επίσης πολλά “καμαραϊκά” αγγεία, αμφορείς, λύχνοι, πιθάρια κ.α. Δωμάτιο- μέγαρα και σπουδαία αντικείμενα βρέθηκαν και σε άλλες συνοικίες, ενώ σε μία συνοικία βρέθηκε σταφιλοπιεστήριο. Σε άλλη συνοικία αποκαλύφθηκε το περιώνυμο στην αρχαιότητα ιερό του Δικταίου Διός.

Ιτανος

Η Ίτανος μια από τις σπουδαιότερες παράλιες πόλεις της Ανατολικής Κρήτης από τη μινωική εποχή μέχρι και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, είναι γνωστή σήμερα με το όνομα Ερημούπολη. Οι κάτοικοι της Ιτάνου κυριαρχούσαν σ’ όλες τις ανατολικές ακτές της Σητείας από το ακρωτήρι Σαμώνιον (κάβο Σίδερο), ως το ακρωτήρι Ερυθραίο, το σημερινό Γούδουρα και τη νήσο Λευκή, (Κουφονήσι).

Την ‘Ιτανο αναφέρει ο Ηρόδοτος. Όταν η Πυθία είπε στους Θηραίους, να στείλουν αποικία στη Λιβύη, οι Θηραίοι έστειλαν στην Κρήτη αντιπροσώπους να αναζητήσουν ανθρώπους, για να τους οδηγήσει εκεί. Οι απεσταλμένοι έφτασαν στην ‘Ιτανο, όπου συνάντησαν ένα ψαρά πορφύρας, τον Κορώβιο, που τους διηγήθηκε ότι κάποτε τον παρέσυραν οι άνεμοι και έφτασε στη Λιβύη. Τον έπεισαν να τους οδηγήσει εκεί όπου έκτισαν την αποικία Κυρήνη το 630 π.Χ.
Την ‘Ιτανο αναφέρει και ο Στέφανος Βυζάντιος, που πιστεύει πως ονομάστηκε έτσι από τον ‘Ιτανο Φοίνικα. Κατά τον ίδιο ήταν αποικία των Φοινίκων, που ασxολούνταν με τη βιομηχανία της πορφύρας και του γυαλιού. Στην Ίτανο είχαν τις έδρες τους Φοίνικες έμποροι, που έκαναν εμπόριο πρώτων υλών της Φοινίκης με προϊόντα της Κρήτης. Είχαν επίσης εργαστήρια για την αλιεία και τη βαφή της πορφύρας, υαλουργίας και υφαντουργίας. Η ‘Ίτανος ήταν ανέκαθεν συροφοινικικός σταθμός, όπου ελάτρευαν θεούς φοινικικούς, όπως ο Φοίνιξ, η Αμφιώνα και η Τάγγα. Η Ίτανος υπήρξε σπουδαίο λιμάνι και σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Κρήτης. Με το εμπόριο αυτό, τη βιομηχανία της πορφύρας και του γυαλιού, τη ναυτιλία και την αλιεία και με τα σπουδαία εισοδήματα του ιερού του Δικταίου Δία, που ήταν στην περιοχή της, επλούτισε, όπως αποδείχνει το πλήθος των ναών της και των πολυτελών μαρμάρινων οικοδομών της. Μα ο πλούτος της αυτός στάθηκε αφορμή να υποδουλωθεί στους Δραγμίους, που ήταν πριν υποτελείς της και όταν οι Ιεραπύτνιοι κατάστρεψαν την Πραισό περιόρισαν και την Ίτανο ακόμη πιο πολύ. Ύστερα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση κατόρθωσε να διατηρήσει την υπόσταση της και να ευημερήσει, χάρη στο εμπόριο και τη ναυτιλία της. Έκοψε δικά της νομίσματα, από τα οποία ο Σβορώνος αναφέρει πολλούς τύπους, που είχαν εμβλήματα τρίτωνες, αρχαιότατη ενάλιος θεότητα της Ανατ. Κρήτης, τρίαινες και ψάρια, όπως ταίριαζε στα νομίσματα ναυτικής πόλης. Κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο ανήγειρε λαμπρούς και μεγαλοπρεπείς ναούς, όπως δείχνουν τα ερείπια των. Η Ίτανος καταστράφηκε τον 9 μ.Χ. αιώνα, από τους Σαρακηνούς, ή ίσως, από το σεισμό του 795 μ.Χ. Φαίνεται να κατοικήθηκε πάλι αλλά με τις επιδρομές των κουρσάρων του 15. αιώνα καταστράφηκε ολοκληρωτικά και οι κάτοικοι της αποσύρθηκαν σε ορεινούς ασφαλέστερους οικισμούς. Το πολίτευμα των Ιτανιών ήταν αρχικά βασιλεία μα αργότερα έγινε δημοκρατικό και είχε τους κόσμους, τη γερουσία και την εκκλησία του Δήμου. Τον 3. αιώνα π.Χ. φαίνεται να έγινε απόπειρα να καταλυθεί το δημοκρατικό, αριστοκρατικό πολίτευμα. Τότε ζήτησαν, τη βοήθεια του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου της Αιγύπτου, ο οποίος έστειλε το στρατηγό Πάτροκλο Πάτρωνα και τους βοήθησε. Στην Ίτανο βρέθηκαν πολλά επιτύμβια επιγράμματα των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Στο υπέρθυρο του ναού Αγ. Ιωάννου είναι εντοιχισμένο επιτύμβιο επίγραμμα του 3. π.Χ. αιώνα, που αφορά Ιτάνιο, ο οποίος υπηρετώντας την Πατρίδα, αναδείχτηκε στο τόξο ίσος προς τον εκηβόλο Φοίβο Απόλλωνα. Το 1919 βρέθηκε ένας παλιός τάφος, που σκέπαζαν δυο μεγάλες ενεπίγραφες πλάκες, που βρίσκονται τώρα στο Μουσείο Ηρακλείου, από εγχώριο κυανωπό σκληρό τιτανόλιθο του ακρωτηρίου. Η μια έφερε επιγραφή με γράμματα μικρά σε 98 στίχους, αλλά η επιφάνεια ήταν φαγωμένη από την υγρασία και ελάχιστα γράμματα σώζονται. Πρόκειται για σπουδαία ιστορική γραφή του 2. μ.Χ. αιώνα, που σχετίζεται με τη διένεξη Ιτανίων και Ιεραπυτνίων για το Δικταίο Ιερό. Η άλλη είχε ψήφισμα των Ιτανίων του 3. π.Χ. αιώνα, προς τιμή του μακεδόνα στρατηγού Πατρόκλου του Πάτρωνος. Η Ίτανος αναφέρεται με το ίδιο όνομα u-ta-no στις πινακίδες γραφής Β της Κνωσού. Στον Κάβο Σίδερο οι ναυτιλόμενοι προς την Ανατολή ελάτρευαν τους Θεούς των Ανέμων οι οποίοι αργότερα αντικαταστάθηκαν από την λατρεία του Ποσειδώνα.

Ξερόκαμπος

Επιφανειακές έρευνες απέδειξαν ότι η περιοχή κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους και παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στη θέση Κατσουνάκια εντοπίστηκε εκτεταμένος μινωικός οικισμός ο οποίος δεν έχει ανασκαφεί ακόμη. Στο ύψωμα Τράχηλας ερευνήθηκε ένα Ιερό Κορυφής το οποίο όμως ήταν συλημένο. Στη θέση Ψιλή ʼμμος είναι ορατό το αρχαίο λατομείο πωρόλιθου με τον οποίο χτίστηκε η αρχαία πόλη των ιστορικών χρόνων. Στην παραλία, κοντά στην αρχαία πόλη, υπάρχουν αλυκές ελληνιστικών χρόνων από όπου οι κάτοικοι προμηθεύονταν θαλασσινό αλάτι. Πρόκειται για μια σειρά καναλιών και δεξαμενών αποξήρανσης οι οποίες είναι σκαλισμένες στα βράχια της θάλασσας. Σήμερα δεν είναι ορατές διότι καλύπτονται από την άμμο της παραλίας. Στους Καβάλους, τα μικρά νησάκια που βρίσκονται απέναντι από τον Ξερόκαμπο, υπάρχουν εγκαταστάσεις αλιέων που χρονολογούνται στην ΥΜ εποχή.

Στη θέση Φαρμακοκέφαλο, ξεκίνησαν το 1984 ανασκαφικές έρευνες από τον αρχαιολόγο Ν. Π. Παπαδάκη. Αποκαλύφθηκε μια σημαντική ελληνιστική πόλη, που πιθανόν να είναι η αρχαία ʼμπελος. Η πόλη καταλάμβανε όλο το ύψωμα και προστατευόταν από ισχυρό τείχος που σώζεται μερικώς. Αν και έχει ανασκαφεί μόνο ένα μικρό τμήμα της πόλης, ήρθαν στο φως σπίτια, δρόμοι και υπαίθριοι χώροι, τα δε ευρήματα είναι εξαιρετικής τέχνης και ιδιαιτέρως κατατοπιστικά για την ιστορία της. Από την μελέτη τους προκύπτει ότι η πόλη ιδρύθηκε περίπου τον 5ο π.Χ. αιώνα και γνώρισε την μεγαλύτερη αίγλη της τον 3ο-2ο π.Χ. αιώνα. Είχε εμπορικές σχέσεις με άλλες πόλεις της Κρήτης, τα Δωδεκάνησα και ιδιαιτέρως με τη Ρόδο και την Κάλυμνο. Χαρακτηριστικά είναι τα μολυβένια βλήματα σφενδόνης, συχνά ενεπίγραφα, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι σφενδονιστές του στρατού. Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σητείας.

Στο κέντρο της αρχαίας πόλης σήμερα υπάρχει το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που χτίστηκε το 1895.

Μακρυγιαλός

Στην τοποθεσία «Πλακάκια», δυτικά του οικισμού του Μακρύγιαλου, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως μια έπαυλη που χρονολογείται στην ΥΜ Ι Β εποχή. Η έπαυλη που αποκαλύφτηκε είναι πολύ σημαντική για τη μελέτη της μινωικής αρχιτεκτονικής διότι αποτελεί μικρογραφία ενός μινωικού ανακτόρου. Στο μέσον του κτιρίου είναι η μεγάλη κεντρική αυλή γύρω από την οποία διαμορφώνονται οι υπόλοιποι χώροι της έπαυλης με πλακόστρωτα δάπεδα και τοίχους επιστρωμένους με κονίαμα, ενώ υπάρχει και δυτική αυλή. Στην κεντρική αυλή, κοντά στη μεγάλη αίθουσα με το πολύθυρο, είναι ένας κτιστός βωμός δίπλα στον οποίο βρέθηκε ένας σφραγιδόλιθος με παράσταση ιερού πλοίου, ιερού δένδρου και ιέρειας. Η οροφή ήταν στρωμένη με καλάμια και πηλό, ένα στοιχείο εξαιρετικά ενδιαφέρον που συνδέει τη μινωική με τη νεώτερη κρητική αρχιτεκτονική, αφού η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείτο μέχρι πρόσφατα για την κάλυψη της οροφής των αγροτικών πετρόκτιστων σπιτιών. Η έπαυλη καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά όπως αποδεικνύεται από τα αποτυπώματα των απανθρακωμένων ξύλινων δοκών αλλά και από τα μαυρισμένα από τη φωτιά πλακόστρωτα δάπεδα.. Η αρχιτεκτονική της έπαυλης, ο μικρός αριθμός των οικιακών χώρων, και η σπουδαιότητα ορισμένων ευρημάτων (ειδώλια, σφραγιδόλιθοι, κύπελλο Ιερής Κοινωνίας) τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου, μαρτυρούν τον θρησκευτικό χαρακτήρα της που δεν αποκλείεται να αποτελούσε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο της γύρω περιοχής.

Στη τοποθεσία «Κατωβίγλι» το 1976 ξεκίνησαν συστηματικές ανασκαφές υπό την διεύθυνση του Ν. Π. Παπαδάκη που ολοκληρώθηκαν το 1980. Αποκαλύφτηκαν τα ερείπια μιας ρωμαϊκής έπαυλης που διέθετε λουτρικό συγκρότημα με υπαίθρια δεξαμενή. Η διάταξη των χώρων της έπαυλης είναι αρκετά πολύπλοκη. Διάδρομοι και αυλές λειτουργούν ως κεντρικοί άξονες γύρω από τους οποίους εκτείνονται τα δωμάτια και οι βοηθητικοί χώροι. Τα δάπεδα και οι τοίχοι των κυρίως δωματίων είναι επενδυμένα με μαρμάρινες πλάκες. Η είσοδος της έπαυλης είχε ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικό και φυτικό διάκοσμο. Ένα μεγάλο δωμάτιο με πολυτελές πάτωμα χρησίμευε πιθανότατα ως αίθουσα υποδοχής. Στο νοτιοανατολικό τμήμα της έπαυλης ήταν το λουτρικό συγκρότημα, το γνωστό βαλανείο, με το χαρακτηριστικό υπόκαυστο και την πεταλόσχημη πισίνα που το δάπεδό της και τα σκαλοπάτια της ήταν στρωμένα με μάρμαρο. Ένα μεγάλο ψηφιδωτό με γεωμετρικές παραστάσεις βρέθηκε στον υπαίθριο χώρο δίπλα στην πισίνα. Στην έπαυλη υπήρχε ένα σύστημα κτιστών και σωληνωτών αγωγών με το οποίο διοχετεύονταν το νερό από τις δεξαμενές στο βαλανείο και στους υπόλοιπους χώρους. Ανάμεσα στους διάφορους χώρους του βαλανείου εντοπίστηκε ένα δωμάτιο με ταφική χρήση, όπου βρέθηκαν οστά αλλά και ολόκληρος σκελετός. Η έπαυλη κατοικήθηκε από τον 1ο π. Χ. έως τον 3ο μ. Χ. αιώνα περίπου. Η αιτία της καταστροφής της είναι άγνωστη. Ο χώρος συλήθηκε πιθανόν κατά τους βυζαντινούς και νεώτερους χρόνους και δεν απόμεινε τίποτε από τα αρχιτεκτονικά μέλη και τον κινητό διάκοσμο της πολυτελούς κατοικίας. Τα λιγοστά ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σητείας.

Μόχλος

Ο Αμερικανός αρχαιολόγος R.B. Seager ανακάλυψε τον Μόχλο το 1907 με τις υποδείξεις ενός ντόπιου ψαρά. Τον αμέσως επόμενο χρόνο, ξεκίνησε ανασκαφές στο μικρό νησάκι που έφεραν στο φως 20 χτιστούς τάφους και περίπου 12 κατοικίες.

Το 1955 ο J. Leatham και S. Hood με υποβρύχιες έρευνες ανακάλυψαν ρωμαϊκές ιχθυοδεξαμενές στην ακτή απέναντι από το νησάκι, επιβεβαιώνοντας έτσι την υπόθεση ότι το νησί του Μόχλου ήταν χερσόνησος κατά την εποχή του Χαλκού. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των ανασκαφών, το νησί του Μόχλου εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού. Η πεδιάδα στη στεριά παρείχε πλούσια αγροτική παραγωγή και ο στενός πορθμός που ένωνε στην αρχαιότητα το σημερινό νησάκι με τη στεριά, σχηματίζοντας δυο φυσικά λιμάνια, εξασφάλιζε τα πλοία από κάθε είδους καιρικές συνθήκες. Ως σημαντικό κέντρο διακομιστικού εμπορίου εισήγαγε οψιανό από τη Μήλο και άλλες πρώτες ύλες από την Ανατολή τις οποίες διοχέτευε στην υπόλοιπη Κρήτη. Η ανακάλυψη ενός σφραγιδοκύλινδρου που προέρχεται από την Βόρεια Συρία και χρονολογείται γύρω στον 18ο π.χ αιώνα, αποδεικνύει την σπουδαιότητα του λιμανιού.

Στη «συνοικία των τεχνιτών» κατασκευάζονταν χρυσά κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι, και τα φημισμένα λίθινα αγγεία του Μόχλου, πολλά από τα οποία βρέθηκαν σε τάφους αυτής της εποχής. Μετά την καταστροφή από την έκρηξη του ηφαιστείου της, η πόλη του Μόχλου ανακατασκευάστηκε και επεκτάθηκε.

Η νέα πόλη είχε κεντρικούς δρόμους και άλλους μικρότερους που την χώριζαν σε συνοικίες. Τα σπίτια ήταν χτισμένα σε διαφορετικά επίπεδα προσαρμοσμένα στην κλίση του εδάφους και είχαν δυο ή και τρεις ορόφους. Η τελευταία φάση εκτεταμένης κατοίκησης στο νησί του Μόχλου αντιπροσωπεύεται από μια οχύρωση του 1 ου π.Χ. αιώνα στην βόρεια και ανατολική πλευρά του. Η οχύρωση αυτή ίσως ήταν μια προσπάθεια της Ιεράπυτνας να σταθεροποιήσει την εποχή εκείνη την παρουσία της στην βόρεια ακτή της Κρήτης.

Κουφονήσι

Το νησί στην αρχαιότητα ονομαζόταν Λεύκη και έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Ιστορία της Ανατολικής Κρήτης. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την αλιεία, την κατεργασία και το εμπόριο της πορφύρας. H τέχνη της επεξεργασίας της πορφύρας ήταν γνωστή από τα προϊστορικά χρόνια, όπως φαίνεται από τους σωρούς των κατεργασμένων κελυφών πορφύρας που βρέθηκαν σε χώρους με ίχνη μινωικής κατοίκησης. Το εμπόριο της πορφύρας λοιπόν απέφερε μεγάλα οικονομικά οφέλη στο νησί κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή. Στην διάρκεια των ανασκαφών που διενήργησε μετά το 1975 ο αρχαιολόγος Ν. Παπαδάκης αποκαλύφθηκε ένα θέατρο Ελληνορωμαϊκών χρόνων χωρητικότητας 1000 ατόμων. Έχει ημικυκλική ορχήστρα με θολωτές παρόδους.

Το πιο σημαντικό οικοδόμημα που ανασκάφτηκε, μετά το θέατρο, είναι το κτίριο των Δημόσιων Λουτρών που κτίστηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Στον οικισμό της αρχαίας Λεύκης που βρίσκεται κοντά στο θέατρο ερευνήθηκαν διάφορες οικίες οι οποίες ήταν εξοπλισμένες με το απαραίτητο οικιακό εργαστήρι για την κατεργασία της πορφύρας. Ανασκάφτηκε μια έπαυλη με πολλά δωμάτια που είχε ψηφιδωτά δάπεδα και τοίχους με πολύχρωμα επιχρίσματα. Τα ευρήματα των ανασκαφών, τεμάχια αγαλμάτων και αρχιτεκτονικών μελών, αγγεία, λίθινα, μετάλλινα και άλλα αντικείμενα, φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σητείας. Στην κορυφή ενός λόφου, 2χιλμ. περίπου από τον οικισμό, εντοπίστηκαν τα λείψανα ενός αρχαίου ναού με κρηπίδωμα, όπου σώζονται δυο τεμάχια μόνο από το μαρμάρινο κολοσσικό άγαλμα καθιστής μορφής σε θρόνο. Το σύστημα ύδρευσης αποτελούνταν από τρεις σειρές κτιστών αγωγών που ξεκινούσαν από ένα ύψωμα, όπου υπήρχε μια μικρή πηγή, και κατέληγαν στον οικισμό.

Οι εγκαταστάσεις του οικισμού καταστράφηκαν με μεγάλη βιαιότητα στα τέλη του 4ου μΧ. αιώνα από επιδρομείς, το θέατρο λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε. Από τότε το νησί δεν είχε ποτέ μόνιμους κατοίκους. Μόνο περαστικοί ναυτικοί άφησαν τα ίχνη τους σε μικρές σπηλιές της δυτικής παραλίας, όπου έχουν σκαλίσει μορφές αγίων και επιγραφές με χρονολογίες του 17ου αι. Σήμερα όλο το νησί είναι ένας τεράστιος αρχαιολογικός χώρος.

Copyright © 2022. All rights reserved.